μακροδακτυλία

μακροδακτυλία
η
υπέρμετρη ανάπτυξη ενός ή πολλών δακτύλων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μακροδάκτυλος — η, ο (AM μακροδάκτυλος, ον) αυτός που έχει μακριά δάκτυλα νεοελλ. 1. αυτός που πάσχει από μακροδακτυλία 2. το αρσ. ως ουσ. ο μακροδάκτυλος ζωολ. γένος κολεόπτερων εντόμων τής οικογένειας scarabeidae …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”